Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άργεμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(6)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[ἄργεμα]])<br />[[αρρώστια]] των ματιών, [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[άργεμο]]].———————— <b>(II)</b><br />το [[αργεύω]]<br /><b>1.</b> η [[αργοπορία]]<br /><b>2.</b> η [[ποινή]] αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[ἄργεμα]])<br />[[αρρώστια]] των ματιών, [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[άργεμο]]].<br /><b>(II)</b><br />το [[αργεύω]]<br /><b>1.</b> η [[αργοπορία]]<br /><b>2.</b> η [[ποινή]] αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.
}}
}}

Revision as of 14:16, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο].
(II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.