κατερώ: Difference between revisions
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
(20) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατερῶ]], -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω, [[εκχέω]], [[μεταγγίζω]] (α. «κατερᾱν τὸν [[οἶνον]]», <b>[[Πολυδ]].</b><br />β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρρίπτω]], [[καταλογίζω]] («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i> «[[χύνω]] έξω»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατερῶ]], -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω, [[εκχέω]], [[μεταγγίζω]] (α. «κατερᾱν τὸν [[οἶνον]]», <b>[[Πολυδ]].</b><br />β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρρίπτω]], [[καταλογίζω]] («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i> «[[χύνω]] έξω»].<br /><b>(II)</b><br />[[κατερῶ]], -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταγγέλλω]], [[κατηγορώ]] κάποιον («[[ἀλλά]] σφεα αὐτὸς ἐγὼ [[κατερέω]] πρὸς τὸν μάγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]], [[διακηρύσσω]] (α. «[[πόθεν]] κατερεῑν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] [[φανερά]], [[καθαρά]] («[[κατερῶ]] [[πρός]] γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i>, μέλλ. του [[λέγω]] ([[αγορεύω]] [[φημί]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
κατερῶ, -άω (Α)
1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ.
β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)
2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ «χύνω έξω»].
(II)
κατερῶ, -έω (Α)
1. μιλώ εναντίον κάποιου, καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον («ἀλλά σφεα αὐτὸς ἐγὼ κατερέω πρὸς τὸν μάγον», Ηρόδ.)
2. δηλώνω, διακηρύσσω (α. «πόθεν κατερεῑν», Πίνδ.
β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», Ηρόδ.)
3. μιλώ φανερά, καθαρά («κατερῶ πρός γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ, μέλλ. του λέγω (αγορεύω φημί)].