διαδρηπετεύω: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1a) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]]. | |lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<[[form]] [[type]]="infl"><orth [[extent]]="[[full]]" lang="greek">δι-επρήστευσε</orth></[[form]]> [a [[correction]] for διεπρήστευσε, [[which]] has no [[meaning]].]<br />to run off, go [[over]] to, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 9 January 2019
Greek Monotonic
διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.
Middle Liddell
<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">δι-επρήστευσε</orth></form> [a correction for διεπρήστευσε, which has no meaning.]
to run off, go over to, Hdt.