ἀνείσφορος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνείσφορος:''' свободный от налогов Plut. | |elrutext='''ἀνείσφορος:''' свободный от налогов Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[exempt]] from the [[εἰσφορά]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A exempt from taxation, τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων D.H.5.22, cf. Plu. Cam.2, IG14.951, J.AJ13.6.7.
German (Pape)
[Seite 221] frei von Kriegs- u. außerordentlichen Steuern, D. Hal. 5, 22; Plut. Camill. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσφορος: -ον, ὁ μὴ εἰσφέρων, ὁ ἀπηλλαγμένος πολεμικῶν ἢ ἄλλων εἰσφορῶν, Διον. Ἁλ. 5. 22, Πλουτ. Κάμ. 2, Συλλ. Ἐπιγρ., 5879. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exempt d’impôts.
Étymologie: ἀ, εἰσφορά.
Spanish (DGE)
-ον
exento de impuestos ἀνείσφορον καὶ ἀτελῆ καὶ ἀλειτούργητον IG 42.66.73 (Epidauro IV a.C.), ἀνεισφόρους τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων ἐποίησαν D.H.5.22, cf. IG 7.2413.6 (Tebas II a.C.), IG 22.1368.158 (II a.C.), IUrb.Rom.1.12 (I a.C.), SB 7457.41, cf. Plu.Cam.2, I.AI 13.213.
Greek Monolingual
ἀνείσφορος, -ον (Α)
ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, εκείνος που δεν πληρώνει φόρους.
Greek Monotonic
ἀνείσφορος: -ον, απαλλαγμένος από την εἰσφοράν, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείσφορος: свободный от налогов Plut.