χλίδημα: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χλίδημα:''' ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).
|elrutext='''χλίδημα:''' ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χλίδημα]], ατος, τό, = [[χλιδή]], Eur.]
}}
}}

Revision as of 11:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδημα Medium diacritics: χλίδημα Low diacritics: χλίδημα Capitals: ΧΛΙΔΗΜΑ
Transliteration A: chlídēma Transliteration B: chlidēma Transliteration C: chlidima Beta Code: xli/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = χλιδή, E.IA74.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, = χλιδή, Eur. I. A. 74.

Greek (Liddell-Scott)

χλίδημα: τό, = χλιδή, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 74.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
parure, luxe.
Étymologie: χλιδάω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -η-μα].

Greek Monotonic

χλίδημα: τό, = χλιδή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χλίδημα: ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).

Middle Liddell

χλίδημα, ατος, τό, = χλιδή, Eur.]