μίγδην: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μίγδην:''' adv. HH = [[μίγδα]]. | |elrutext='''μίγδην:''' adv. HH = [[μίγδα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[μίγδα]], Hhymn.] | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv., = foreg., h.Merc.494, A.R.3.1381, Orph.Fr.223.
German (Pape)
[Seite 182] = μίγδα, H. h. Merc. 494 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
μίγδην: Ἐπίρρ., = μίγδα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 494, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1381.
Greek Monolingual
(Α μίγδην)
επίρρ.
1. ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα
2. φρ. «φύρδην μίγδην»
(για πράγματα ή καταστάσεις) σε μεγάλη ακαταστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. φύρ-δην)].
Greek Monotonic
μίγδην: επίρρ. μίγδα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μίγδην: adv. HH = μίγδα.
Middle Liddell
= μίγδα, Hhymn.]