μπαμπάς: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(26) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>1.</b> [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης [[πάνω]] στο [[κατάστρωμα]] πλοίου, της οποίας [[προορισμός]] [[είναι]] η [[πρόσδεση]] σχοινιού για τη [[ρυμούλκηση]] του σκάφους<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> [[ορθοστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. της παιδικής γλώσσας ή <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>baba</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>1.</b> [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης [[πάνω]] στο [[κατάστρωμα]] πλοίου, της οποίας [[προορισμός]] [[είναι]] η [[πρόσδεση]] σχοινιού για τη [[ρυμούλκηση]] του σκάφους<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> [[ορθοστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. της παιδικής γλώσσας ή <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>baba</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br />[[είδος]] γλυκίσματος με πολύ [[σιρόπι]] και σαντιγί, αλλ. [[σαβαρέν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>baba</i>, πολωνική λ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ο
1. πατέρας
2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, της οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση του σκάφους
3. αρχιτ. ορθοστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. της παιδικής γλώσσας ή < τουρκ. baba].
(II)
ο
είδος γλυκίσματος με πολύ σιρόπι και σαντιγί, αλλ. σαβαρέν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baba, πολωνική λ.].