Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπαμπάς: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(26)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>1.</b> [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης [[πάνω]] στο [[κατάστρωμα]] πλοίου, της οποίας [[προορισμός]] [[είναι]] η [[πρόσδεση]] σχοινιού για τη [[ρυμούλκηση]] του σκάφους<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> [[ορθοστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. της παιδικής γλώσσας ή <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>baba</i>].———————— <b>(II)</b><br />ο<br />[[είδος]] γλυκίσματος με πολύ [[σιρόπι]] και σαντιγί, αλλ. [[σαβαρέν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>baba</i>, πολωνική λ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>1.</b> [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης [[πάνω]] στο [[κατάστρωμα]] πλοίου, της οποίας [[προορισμός]] [[είναι]] η [[πρόσδεση]] σχοινιού για τη [[ρυμούλκηση]] του σκάφους<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> [[ορθοστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. της παιδικής γλώσσας ή <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>baba</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br />[[είδος]] γλυκίσματος με πολύ [[σιρόπι]] και σαντιγί, αλλ. [[σαβαρέν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>baba</i>, πολωνική λ.].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ο
1. πατέρας
2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, της οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση του σκάφους
3. αρχιτ. ορθοστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. της παιδικής γλώσσας ή < τουρκ. baba].
(II)
ο
είδος γλυκίσματος με πολύ σιρόπι και σαντιγί, αλλ. σαβαρέν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baba, πολωνική λ.].