οσμόμετρο: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(29)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br />όργανο με το οποίο καταμετρείται η [[οξύτητα]] της οσφρήσεως, [[οσμοσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οσμή]] <span style="color: red;">+</span> [[μέτρο]]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>βλ.</b> [[ωσμόμετρο]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br />όργανο με το οποίο καταμετρείται η [[οξύτητα]] της οσφρήσεως, [[οσμοσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οσμή]] <span style="color: red;">+</span> [[μέτρο]]].<br /> <b>(II)</b><br />το<br /><b>βλ.</b> [[ωσμόμετρο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το
όργανο με το οποίο καταμετρείται η οξύτητα της οσφρήσεως, οσμοσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + μέτρο].
(II)
το
βλ. ωσμόμετρο.