πίρος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(32) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[πείρος]], ο, Ν<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[γόμφος]]<br /><b>2.</b> το βλήτρο, κν. [[μπουλόνι]], που χρησιμεύει ως [[άξονας]] [[τροχαλίας]] ή πολύσπαστου<br /><b>3.</b> [[πώμα]] ή [[στρόφιγγα]] ξύλινου βαρελιού<br /><b>4.</b> ξύλινο [[βύσμα]] που κλείνει ερμητικά την οπή που βρίσκεται στο [[δάπεδο]] μιας βάρκας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κρασί]] από τον πίρο» — [[κρασί]] απευθείας από το [[βαρέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>ιταλ. <i>piro</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[πείρος]], ο, Ν<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[γόμφος]]<br /><b>2.</b> το βλήτρο, κν. [[μπουλόνι]], που χρησιμεύει ως [[άξονας]] [[τροχαλίας]] ή πολύσπαστου<br /><b>3.</b> [[πώμα]] ή [[στρόφιγγα]] ξύλινου βαρελιού<br /><b>4.</b> ξύλινο [[βύσμα]] που κλείνει ερμητικά την οπή που βρίσκεται στο [[δάπεδο]] μιας βάρκας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κρασί]] από τον πίρο» — [[κρασί]] απευθείας από το [[βαρέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>ιταλ. <i>piro</i>].<br /> <b>(II)</b><br />και πύρος, ο, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες και περιλαμβάνει 15-20 είδη θάμνων ή δέντρων με απλά, ακέραια ή έλλοβα φύλλα, με [[άνθη]] που φύονται μεμονωμένα ή σε ταξιανθίες κορύμβους και με καρπό πεντάχωρη [[ράγα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
και πείρος, ο, Ν
1. ξύλινος ή μεταλλικός γόμφος
2. το βλήτρο, κν. μπουλόνι, που χρησιμεύει ως άξονας τροχαλίας ή πολύσπαστου
3. πώμα ή στρόφιγγα ξύλινου βαρελιού
4. ξύλινο βύσμα που κλείνει ερμητικά την οπή που βρίσκεται στο δάπεδο μιας βάρκας
5. φρ. «κρασί από τον πίρο» — κρασί απευθείας από το βαρέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. piro].
(II)
και πύρος, ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και περιλαμβάνει 15-20 είδη θάμνων ή δέντρων με απλά, ακέραια ή έλλοβα φύλλα, με άνθη που φύονται μεμονωμένα ή σε ταξιανθίες κορύμβους και με καρπό πεντάχωρη ράγα.