κατασκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατασκέλλω:''' <b class="num">1)</b> иссушать, губить, pass. сохнуть, чахнуть, гибнуть (φαρμάκων χρείᾳ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (pf. κατέσχληκα) (за)сохнуть, (за)чахнуть Luc.
|elrutext='''κατασκέλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> иссушать, губить, pass. сохнуть, чахнуть, гибнуть (φαρμάκων χρείᾳ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (pf. κατέσχληκα) (за)сохнуть, (за)чахнуть Luc.
}}
}}

Revision as of 12:15, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1378] (s. σκέλλω), ganz ausdörren, auszehren, φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Aesch. Prom. 429, Sp. – Perf. ganz ausgedörrt, dürr, mager sein, ὁ κατεσκληκώς Alciphr. 3, 3; im Ggstz von ἀνειμένος Philostr. gymn. 3, wie V. S. 23, 20; κατέσκληκεν ὅλως Luc. Somn. 29.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκέλλω: σκελετώδη τινὰ ποιῶ, καταξηραίνω, κατασκελετεύω («τὰς σάρκας καταφαγεῖν» Ἡσύχ.), κατασκέλλομαι, Παθ., γίνομαι σκελετός, ξηραίνομαι, μαραίνομαι, φθίνω, φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Αἰσχύλ. Πρ. 480·― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ., κατέσκληκα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11, Λουκ. Ἐνύπν. 29, Γαλην. κτλ.· ὑπὸ τῶν πόνων Ἀλκίφρων 3. 19· κατέσκληκεν ὅλος ὑπὸ φροντίδων ἐκτετηκὼς Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 29 πρβλ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· ὁ κατεσκληκὼς καὶ ἀεὶ σπουδάζων Φιλοστρ. Β. Σοφ. 23. 30· ἀντίθετ. τῷ ἀνειμένος, Γυμν. 3· ὑπερσ. κατεσκλήκει, Βαβρ. 46· κατέσκληκα νόσῳ, λιμῷ Βασίλ.· εἶμαι σκληρὸς ἢ παγωμένος, κατεσκληκὼς ὑπὸ τοῦ κρύους Κλήμ. Ἀλ. 281. 14· κατ. ἐκλελοιπότος τοῦ θερμοῦ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.·― μεταφ., εἶμαι αὐστηρός, Φιλόστρ. 508· πρβλ. ἀποσκλῆναι.

French (Bailly abrégé)

1 tr. dessécher, décharner ; Pass. se dessécher;
2 intr. (au pf. κατέσκληκα) être desséché, décharné, exténué.
Étymologie: κατά, σκέλλω.

Russian (Dvoretsky)

κατασκέλλω:
1) иссушать, губить, pass. сохнуть, чахнуть, гибнуть (φαρμάκων χρείᾳ Aesch.);
2) (pf. κατέσχληκα) (за)сохнуть, (за)чахнуть Luc.