ἀθαλής: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
(2) |
(1a) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), λέγεται για τη [[δάφνη]], μη [[πράσινος]], [[ξερός]], αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), λέγεται για τη [[δάφνη]], μη [[πράσινος]], [[ξερός]], αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θάλλω]]<br />not [[verdant]], [[withered]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2019
English (LSJ)
or ἀθαλλής, ές, of the laurel,
A not verdant, withered, Plu. Pomp.31, Orac. ap. Ath.12.524b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθαλής: ἢ ἀθαλλής, ές, περὶ δάφνης, μὴ θάλλων, ἐξηραμένος, Πλουτ. Πομπ. 31. Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Β.
French (Bailly abrégé)
c. ἀθαλλής.
Greek Monotonic
ἀθᾰλής: -ές (θάλλω), λέγεται για τη δάφνη, μη πράσινος, ξερός, αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ.