νεότομος: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(3b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νεότομος:''' <b class="num">1)</b> недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий ([[ἄλοξ]] Aesch.; πλήγματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> недавно срезанный ([[ἕλιξ]] Eur.). | |elrutext='''νεότομος:'''<br /><b class="num">1)</b> недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий ([[ἄλοξ]] Aesch.; πλήγματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> недавно срезанный ([[ἕλιξ]] Eur.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fresh-cut, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); ν. πλήγματα newly inflicted, S. Ant.1283. II freshly cut off, ἕλιξ E.Ba.1170 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 245] = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεότομος: -ον, ὁ νεωστὶ κοπεὶς ἢ ἀνοιχθεὶς διὰ τοῦ ἀρότρου, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· νεοτόμοισι πλήγμασιν, νεωστὶ κατενεχθεῖσι, Σοφ. Ἀντ. 1283. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ ἀποκοπείς, ἕλξις Εὐρ. Βάκχ. 1171.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fraîchement coupé ou entaillé;
2 qui vient d’être asséné.
Étymologie: νέος, τέμνω.
Greek Monolingual
νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγό-τομος].
Greek Monotonic
νεότομος: -ον (τέμνω)·
I. φρεσκοκομμένος ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· νεότομα πλήγματα, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.
II. αυτός που μόλις κόπηκε· ἕλιξ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νεότομος:
1) недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий (ἄλοξ Aesch.; πλήγματα Soph.);
2) недавно срезанный (ἕλιξ Eur.).