Κενταυρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(2b)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Κενταυρικός:''' состоящий из кентавров ([[θίασος]] Plat.).
|elrutext='''Κενταυρικός:''' состоящий из кентавров ([[θίασος]] Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Κενταυρικός]], ή, όν<br />like a [[Centaur]], i. e. [[savage]], [[brutal]]: adv. -κῶς, Ar.
}}
}}

Revision as of 12:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κενταυρικός Medium diacritics: Κενταυρικός Low diacritics: Κενταυρικός Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Kentaurikós Transliteration B: Kentaurikos Transliteration C: Kentavrikos Beta Code: *kentauriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like a Centaur, i.e. savage, brutal. Adv. -κῶς Ar.Ra.38.

Greek (Liddell-Scott)

Κενταυρικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς Κένταυρον, δηλ. ἄγριος, θηριώδης, κτηνώδης·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38.

Greek Monotonic

Κενταυρικός: -ή, -όν, όπως ένας Κένταυρος, δηλ. τραχύς, βίαιος, κτηνώδης, ζωώδης· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κενταυρικός: состоящий из кентавров (θίασος Plat.).

Middle Liddell

Κενταυρικός, ή, όν
like a Centaur, i. e. savage, brutal: adv. -κῶς, Ar.