ἐπιτακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιτακτήρ:''' ῆρος ὁ отдающий приказания, приказывающий Xen. | |elrutext='''ἐπιτακτήρ:''' ῆρος ὁ отдающий приказания, приказывающий Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐπιτακτήρ]], ῆρος, [[ἐπιτάσσω]]<br />a [[commander]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., X.Cyr.2.3.4.
German (Pape)
[Seite 989] ῆρος, ὁ, der Befehlende, Xen. Cyr. 2, 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτακτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ξεν. Κύρ. 2. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui commande.
Étymologie: ἐπιτάσσω.
Greek Monolingual
ἐπιτακτήρ, ὁ (Α) επιτάσσω
αυτός που δίνει εντολές («τοῑς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῑς προστάττειν ἐκπονεῑν τἀγαθά ἄλλους αὐτοῑς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό θεός]», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐπιτακτήρ: -ῆρος, ὁ (ἐπιτάσσω), διοικητής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτακτήρ: ῆρος ὁ отдающий приказания, приказывающий Xen.