πολύφονος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(nl)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.
|elnltext=πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-φονος, ον,<br />[[murderous]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:15, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.

Middle Liddell

πολύ-φονος, ον,
murderous, Eur.