ἀκαμαντομάχης: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(1) |
(1a) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκᾰμαντομάχης:''' неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.). | |elrutext='''ἀκᾰμαντομάχης:''' неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μάχη]]<br />[[unwearied]] in [[fight]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ, ἀκάματος ἐν μάχῃ, Πινδ. Π. 4. 304.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
infatigable au combat.
Étymologie: ἀκάμας, μάχομαι.
Greek Monotonic
ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ (μάχη), ακαταπόνητος στην μάχη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰμαντομάχης: неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).