ψυχρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψυχρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που χρησιμοποιεί ψυχρές φράσεις.
|lsmtext='''ψυχρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που χρησιμοποιεί ψυχρές φράσεις.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψυχρο-[[λόγος]], ον, [[λέγω]]<br />using [[frigid]] phrases.
}}
}}

Revision as of 14:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρολόγος Medium diacritics: ψυχρολόγος Low diacritics: ψυχρολόγος Capitals: ΨΥΧΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: psychrológos Transliteration B: psychrologos Transliteration C: psychrologos Beta Code: yuxro/logos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A talking nonsense, idiotic, Sch.E.Hec. 356, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1405] kalt, frostig sprechend, frostige, übertriebene Ausdrücke brauchend, großprahlend, lügend, Schol. Eur. Hec. 356.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρολόγος: -ον, ὁ ποιούμενος χρῆσιν ψυχρῶν ἢ ἐξωγκωμένων φράσεων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 356.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκφράζεται με ψυχρά λόγια με ανούσιες εκφράσεις
2. (κατά τον Ησύχ.) «μηδὲν χρήσιμον λέγων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λόγος].

Greek Monotonic

ψυχρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που χρησιμοποιεί ψυχρές φράσεις.

Middle Liddell

ψυχρο-λόγος, ον, λέγω
using frigid phrases.