διαμιμνήσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(3)
(1a)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμιμνήσκομαι:''' παρακ. -[[μέμνημαι]], αποθ., [[διατηρώ]] ζωντανά στη [[μνήμη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διαμιμνήσκομαι:''' παρακ. -[[μέμνημαι]], αποθ., [[διατηρώ]] ζωντανά στη [[μνήμη]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. -[[μέμνημαι]]<br />Dep. to [[keep]] in [[memory]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 9 January 2019

Greek Monolingual

διαμιμνήσκομαι (Α)
1. θυμάμαι, διατηρώ στη μνήμη μου
2. μνημονεύω, αναφέρω.

Greek Monotonic

διαμιμνήσκομαι: παρακ. -μέμνημαι, αποθ., διατηρώ ζωντανά στη μνήμη, σε Ξεν.

Middle Liddell

perf. -μέμνημαι
Dep. to keep in memory, Xen.