ἐξορούω: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξορούω:''' <b class="num">1)</b> вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выскакивать, выпадать ([[Πάριος]] ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν Hom.). | |elrutext='''ἐξορούω:''' <b class="num">1)</b> вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выскакивать, выпадать ([[Πάριος]] ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[leap]] [[forth]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 9 January 2019
English (LSJ)
A leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.
French (Bailly abrégé)
s’élancer.
Étymologie: ἐξ, ὀρούω.
Greek Monolingual
ἐξορούω (Α)
πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].
Greek Monotonic
ἐξορούω: μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορούω: 1) вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);
2) выскакивать, выпадать (Πάριος ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Hom.).