Δωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(4)
(1ab)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Δωρίζω:''' Δωρ. -ίσδω, μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μιμούμαι]] τους Δωριείς, τον δωρικό τρόπο ζωής, τη διάλεκτο ή τη [[μουσική]] τους, [[μιλώ]] τη Δωρική Ελληνική, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''Δωρίζω:''' Δωρ. -ίσδω, μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μιμούμαι]] τους Δωριείς, τον δωρικό τρόπο ζωής, τη διάλεκτο ή τη [[μουσική]] τους, [[μιλώ]] τη Δωρική Ελληνική, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Δωρίζω]],<br />to [[imitate]] the Dorians in [[life]], [[dialect]], or [[music]], to [[speak]] [[Doric]] Greek, Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δωρίζω Medium diacritics: Δωρίζω Low diacritics: Δωρίζω Capitals: ΔΩΡΙΖΩ
Transliteration A: Dōrízō Transliteration B: Dōrizō Transliteration C: Dorizo Beta Code: *dwri/zw

English (LSJ)

Dor. Δωρ-ίσδω,

   A imitate the Dorians in life, dialect, etc., speak Doric Greek, Theoc.15.93, Str.8.1.2, Plu.2.421b:—Pass., to be written in the Doric dialect, δ. τὰ Ἀλκμᾶνος A.D.Synt.279.25.

Greek (Liddell-Scott)

Δωρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλλ. -ίσω· -ἀπομιμοῦμαι τοὺς Δωριεῖς εἰς τὸν τρόπον τοῦ βίου, τὴν διάλεκτον ἢ τὴν μουσικήν· ὁμιλῶ Δωριστί, Θεόκρ. 15. 93, Στράβων 333, Πλούτ. 2. 421B.

Greek Monotonic

Δωρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλ. -ίσω, μιμούμαι τους Δωριείς, τον δωρικό τρόπο ζωής, τη διάλεκτο ή τη μουσική τους, μιλώ τη Δωρική Ελληνική, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

Δωρίζω,
to imitate the Dorians in life, dialect, or music, to speak Doric Greek, Theocr.