λαοδόκος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λαοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα, Λαόδοκος. | |lsmtext='''λαοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα, Λαόδοκος. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λαο-[[δόκος]], ον [[δέχομαι]]<br />receiving the [[people]]: in Hom. as [[prop]]. [[name]] Λαόδοκος. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A receiving the people, dub. in IG7.53.12 (Megara) = Simon.107.10 (δαμοδόκων Bgk.); in Hom. as pr. n. Λαόδοκος (proparox.).
Greek (Liddell-Scott)
λαοδόκος: -ον, (ἴσως λαόδοκος = λαοδογματικὸς κατὰ Κοραῆν), ἴδε λαόδικος· ― παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα, Λαόδοκος, ὁ.
Greek Monotonic
λαοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που δέχεται τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα, Λαόδοκος.
Middle Liddell
λαο-δόκος, ον δέχομαι
receiving the people: in Hom. as prop. name Λαόδοκος.