κραμβοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κραμβοφάγος:''' -ον, Λαχανοφάγος, σε Βατραχομ. | |lsmtext='''κραμβοφάγος:''' -ον, Λαχανοφάγος, σε Βατραχομ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κραμβο-[[φάγος]], ον<br />[[cabbage]]-eater, Batr. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 9 January 2019
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A Cabbage-eater, name of a frog, v.l. in Batr.218.
Greek (Liddell-Scott)
κραμβοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τὴν κράμβην, ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομ. 221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mangeur de choux.
Étymologie: κράμβη, φαγεῖν.
Greek Monolingual
κραμβοφάγος, -ον (Α)
(για βάτραχο) αυτός που τρώει κράμβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν -ο + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον), πρβλ. χορτο-φάγος, ωμο-φάγος.
Greek Monotonic
κραμβοφάγος: -ον, Λαχανοφάγος, σε Βατραχομ.