τρυγητήρ: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῡγητήρ:''' ῆρος (ῡ!) ὁ Hes. виноградарь. | |elrutext='''τρῡγητήρ:''' ῆρος (ῡ!) ὁ Hes. виноградарь. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρῠγητήρ, ῆρος, ὁ,<br />one who gathers grapes, Lat. [[vindemiator]], Hes. with ῡ]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who gathers ripe fruit, esp. grapes, Hes.Sc.293 [with ῡ metri gr.]. II = προτρυγητήρ, Colum.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ τρυγῶν, τρυγητής, Λατ. vindemiator, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293 [[[μετὰ]] ῡ ἐναντίον πάσης χρήσεως]. ΙΙ. ὄνομα ἀστερισμοῦ, Columella 11. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 vendangeur;
2 le Vendangeur, constellation.
Étymologie: τρυγάω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής
2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].
Greek Monotonic
τρῠγητήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που μαζεύει σταφύλια, Λατ. vindemiator, σε Ησίοδ. [με ῡ].
Russian (Dvoretsky)
τρῡγητήρ: ῆρος (ῡ!) ὁ Hes. виноградарь.
Middle Liddell
τρῠγητήρ, ῆρος, ὁ,
one who gathers grapes, Lat. vindemiator, Hes. with ῡ].