ἁλιμυρής: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(2) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλῐμῡρής:''' -ές (ἅλς, [[μύρω]]), αυτός που ρέει στη [[θάλασσα]], λέγεται για την [[ίδια]] τη [[θάλασσα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁλῐμῡρής:''' -ές (ἅλς, [[μύρω]]), αυτός που ρέει στη [[θάλασσα]], λέγεται για την [[ίδια]] τη [[θάλασσα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[μύρω]]<br />sea-[[flowing]], of the sea, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ές, = foreg., Orph.A. 344. 2 salt-surging, πόντος Epigr.Gr.256 (Cyprus); of the flowing sea, ἀφρός APl.4.180 (Democr.). II = ἁλίκλυστος, πέτρη, αἰγιαλοί, A. R. 1.913, Phanocl.1.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῐμῡρής: -ές, = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ἀργ. 346, κτλ. ΙΙ. = ἅλιος (Α), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 913, Φανοκλ. 1.17, Ἀνθ. Πλαν. 180.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 ruisselant ou inondé d’eau de mer en parl. des fleuves à la ligne de leur embouchure;
2 qui mouille d’eau de mer (écume);
3 baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, μύρω.
Spanish (DGE)
(ἁλῐμῡρής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bañado por el oleaje πέτρη A.R.1.913, αἰγιαλοί Phanocl.1.17.
2 ondeante, undísono πόντος Test.Salaminia 191.5 (II a.C.).
3 propio del mar, marino ἀφρός AP 16.180 (Democr.).
4 que fluye hacia el mar ῥεῖθρον Orph.A.344.
Greek Monotonic
ἁλῐμῡρής: -ές (ἅλς, μύρω), αυτός που ρέει στη θάλασσα, λέγεται για την ίδια τη θάλασσα, σε Ανθ.