ὁμαρτῇ: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "|" to "|") |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμαρτῇ:''' ή ὁμαρτή, επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> μαζί, από κοινού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὁμάρτη</i>, Δωρ. αντί <i>ὁμάρτει</i>, προστ. του [[ὁμαρτέω]]. | |lsmtext='''ὁμαρτῇ:''' ή ὁμαρτή, επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> μαζί, από κοινού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὁμάρτη</i>, Δωρ. αντί <i>ὁμάρτει</i>, προστ. του [[ὁμαρτέω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[together]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> ὁμάρτη, doric for ὁμάρτει, imperat. of [[ὁμαρτέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.,
A v.l. for ἁμαρτῇ (q. v.) in Hom., also found in E.Hec.839, Hipp.1195, Heracl.138, A.R.1.538 ; ὁμαρτή in Hom., Aristarch. acc. to Lex.Mess.p.408 and Eust.751.63, but ὁμαρτηι Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαρτῇ: Ἐπίρρ., διάφορ. γραφὴ ἀντὶ ἁμαρτῇ παρ’ Ὁμ.· - ἀλλ’ ὁμαρτῆ ἐν Εὐρ. Ἑκάβ. 839, Ἱππ. 1195, Ἡρακλ. 138 (ἐν ἐκδ. Ναυκίου πανταχοῦ ὁμαρτῇ).
French (Bailly abrégé)
adv.
ensemble.
Étymologie: ὁμαρτέω.
English (Autenrieth)
see ἁμαρτῇ.
Greek Monolingual
ὁμαρτῇ και ὁμάρτηι και ὁμαρτή (ΑΜ)
επίρρ. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομαρτώ].
Greek Monotonic
ὁμαρτῇ: ή ὁμαρτή, επίρρ.:
I. μαζί, από κοινού, σε Ευρ.
II. ὁμάρτη, Δωρ. αντί ὁμάρτει, προστ. του ὁμαρτέω.
Middle Liddell
I. together, Eur.
II. ὁμάρτη, doric for ὁμάρτει, imperat. of ὁμαρτέω.