ἀμφισβήτητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφισβήτητος:''' оспариваемый, спорный (γῆ Thuc.). | |elrutext='''ἀμφισβήτητος:''' оспариваемый, спорный (γῆ Thuc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀμφισβητέω]]<br />[[debatable]], γῆ Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A disputed, debatable, γῆ Th. 6.6.
German (Pape)
[Seite 144] ον, bestritten, γῆ Thuc. 6, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβήτητος: -ον, διαφιλονεικούμενος, ὑποκείμενος εἰς ἀμφισβήτησιν, γῆ Θουκ. 6. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contesté, disputé.
Étymologie: adj. verb. de ἀμφισβητέω.
Spanish (DGE)
-ον disputado, en disputa γῆ Th.6.6.
Greek Monolingual
ἀμφισβήτητος, -ον (Α) ἀμφισβητῶ
αυτός που υπόκειται σε αμφισβήτηση, ο διαφιλονικούμενος.
Greek Monotonic
ἀμφισβήτητος: -ον (ἀμφισβητέω), διαφιλονικούμενος, αμφισβητήσιμος, γῆ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφισβήτητος: оспариваемый, спорный (γῆ Thuc.).
Middle Liddell
ἀμφισβητέω
debatable, γῆ Thuc.