ἀργυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρολόγος:''' собирающий денежную дань ([[ναῦς]] Thuc., Arph.).
|elrutext='''ἀργῠρολόγος:''' собирающий денежную дань ([[ναῦς]] Thuc., Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄργυρος]], [[λέγω]]<br />levying [[money]], Ar., Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολόγος Medium diacritics: ἀργυρολόγος Low diacritics: αργυρολόγος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: argyrológos Transliteration B: argyrologos Transliteration C: argyrologos Beta Code: a)rgurolo/gos

English (LSJ)

ον, (λέγω)

   A levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².

Spanish (DGE)

-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.

Greek Monolingual

ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει τους φόρους, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολόγος: собирающий денежную дань (ναῦς Thuc., Arph.).

Middle Liddell

ἄργυρος, λέγω
levying money, Ar., Thuc.