οἰνοβαρέω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(5)
(1ba)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοβᾰρέω:''' με βαραίνει το [[κρασί]] που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.
|lsmtext='''οἰνοβᾰρέω:''' με βαραίνει το [[κρασί]] που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰνοβᾰρέω,<br />to be [[heavy]] with [[wine]], Theogn.
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être alourdi par le vin.
Étymologie: οἰνοβαρής.

Greek Monotonic

οἰνοβᾰρέω: με βαραίνει το κρασί που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.

Middle Liddell

οἰνοβᾰρέω,
to be heavy with wine, Theogn.