βᾶμες: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(3) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾶμες:''' Δωρ. αντί <i>βῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ρ. [[βαίνω]]. | |lsmtext='''βᾶμες:''' Δωρ. αντί <i>βῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ρ. [[βαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βᾶμες]] Dor. aor. conj. 1 plur. van [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. for βῶμεν, I pl. subj. aor. 2 of βαίνω, Theoc.15.22.
German (Pape)
[Seite 431] dor. für βῶμεν, von βαίνω, Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
βᾶμες: Δωρ. ἀντὶ βῶμεν, α΄ πληθ. ὑποτακτ. ἀορ. β΄ τοῦ βαίνω, Θεόκρ.
Spanish (DGE)
v. βαίνω.
Greek Monotonic
βᾶμες: Δωρ. αντί βῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ρ. βαίνω.