πετροτόμος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πετροτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ. | |lsmtext='''πετροτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πετρο-[[τόμος]], ον, [[τέμνω]]<br />[[cutting]] stones, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A cutting stones, ἀκίδες APl.4.221 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 606] Steine schneidend, behauend, ἀκίδες, Theaet. Sch. 4 (Plan. 221); ὁ πετρ., Steinhauer, wie λαοτόμος. – Aber πετρότομος wäre »in Stein gehauen, geschnitten«.
Greek (Liddell-Scott)
πετροτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους, ὡς τὸ λατόμος, Ἀνθ. Πλαν. 221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe les pierres.
Étymologie: πέτρα, τέμνω.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α (για εργαλείο) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την πέτρα («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος.
Greek Monotonic
πετροτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.