γενειάτης: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1a) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γενειάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[γενειοφόρος]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''γενειάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[γενειοφόρος]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[γενειάω]]<br />[[bearded]], Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. and Ion. γενει-ήτης, ου, ὁ,
A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. γενει-ᾶτις, τρίγλα Sophr.31; Ion. γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.
Greek Monolingual
γενειάτης και γενειήτης, ο (Α) γένειον
αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος.
Greek Monotonic
γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, σε Θεόκρ.