Διθυραμβογενής: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1a) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Δῑθῠραμβογενής:''' ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ. | |lsmtext='''Δῑθῠραμβογενής:''' ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Δῑθῠραμβο-γενής, οῦ, <i>n</i> [[γίγνομαι]]<br />[[Bacchus]]-[[born]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:02, 9 January 2019
English (LSJ)
A v. διθύραμβος 11.
Greek (Liddell-Scott)
Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.
Greek Monotonic
Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.