δισσάρχης: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(1b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δισσάρχης:''' царствующий вдвоем: [[δισσάρχαι]] βασιλεῖς Soph. = [[Ἀγαμέμνων]] καὶ [[Μενέλαος]]. | |elrutext='''δισσάρχης:''' царствующий вдвоем: [[δισσάρχαι]] βασιλεῖς Soph. = [[Ἀγαμέμνων]] καὶ [[Μενέλαος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δισσ-άρχης, ου, <i>n</i> [[ἄρχω]]<br />[[joint]]-[[ruling]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.
Spanish (DGE)
-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.
Greek Monolingual
δισσάρχης, ο (Α)
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].
Greek Monotonic
δισσάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), συνάρχοντας, συγκυβερνήτης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δισσάρχης: царствующий вдвоем: δισσάρχαι βασιλεῖς Soph. = Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος.