δρομεύς: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(1b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δρομεύς:''' έως ὁ бегун, скороход Eur., Arph., Plat., Plut. | |elrutext='''δρομεύς:''' έως ὁ бегун, скороход Eur., Arph., Plat., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δρομεύς]], έως, <i>n</i> [[δραμεῖν]]<br />a [[runner]], Eur., Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 9 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A runner, E.El.824, Ar. V.1206, Pl.Lg.822b, LXXJb.9.25, BGU141ii11 (iii A. D.), etc.: pl., δρομῆς Eup.94, Pl.R.613b; later dat. δρομέσι Call.Fr.555. 2 in Crete, = ἔφηβος, Leg.Gort.1.40; cf. δρόμος 11.3. 3 race-horse (?), PMag.Lond.121.390.
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, der Läufer; Eur. El. 824; Plat. Legg. VII, 822 b u. Folgde. Die Form δρομέσι führt B. A. 1165 aus Callim. an.
Greek (Liddell-Scott)
δρομεύς: έως, ὁ, ὁ ἔργον ἔχων τὸ τρέχειν, Εὐρ. Ἑλ. 824, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1206, Πλάτ. Νόμ. 822Β· πληθ. δρομῆς, Εὔπολ. Δημ. 6· Ἐπ. δοτ. δρομέσι, Καλλ. Ἀποσπ. 498. 4.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
coureur.
Étymologie: δραμεῖν.
Greek Monotonic
δρομεύς: -έως, ὁ (δραμεῖν), αυτός που τρέχει, δρομέας, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δρομεύς: έως ὁ бегун, скороход Eur., Arph., Plat., Plut.