ἐκσυρίσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(4)
(1ab)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσῡρίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναγκάζω]] κάποιον να κατέβει από τη [[σκηνή]] με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐκσῡρίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναγκάζω]] κάποιον να κατέβει από τη [[σκηνή]] με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. -ξω<br />to [[hiss]] off the [[stage]], Lat. explodere, Dem.
}}
}}

Revision as of 21:35, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσῡρίσσω: Ἀττ. -ττω, διὰ συριγμῶν ἀποδοκιμάζων ἀναγκάζω τινὰ νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, τινὰ Δημ. 449. 19· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21: ― ἐκπέμπω σφοδρὸν συριγμόν, καί τις δράκων ὑπερμεγέθης... ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε Δίων Κ. 51. 17.

French (Bailly abrégé)

réc. c. ἐκσυρίττω.

Greek Monotonic

ἐκσῡρίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αναγκάζω κάποιον να κατέβει από τη σκηνή με σφυρίγματα, Λατ. explodere, σε Δημ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. -ξω
to hiss off the stage, Lat. explodere, Dem.