εἰσκηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσκηρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[καλώ]], [[συγκαλώ]], [[προσκαλώ]] μέσω δημόσιου κήρυκα, σε Σοφ., Αριστοφ.
|lsmtext='''εἰσκηρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[καλώ]], [[συγκαλώ]], [[προσκαλώ]] μέσω δημόσιου κήρυκα, σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[summon]] by [[public]] [[crier]], Soph., Ar.
}}
}}

Revision as of 21:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκηρύσσω Medium diacritics: εἰσκηρύσσω Low diacritics: εισκηρύσσω Capitals: ΕΙΣΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: eiskērýssō Transliteration B: eiskēryssō Transliteration C: eiskirysso Beta Code: ei)skhru/ssw

English (LSJ)

Att. εἰσκηρύττω,

   A proclaim by herald, Ar. Ach.135 (Pass.), Inscr.Prien.5.9 (Pass., iv B.C.); call into the lists for combat, S.El. 690 :—Pass., εἰ. εἰς τοὺς ἀγῶνας SIG286.11 (Milet., iv B.C.), cf. D.C. 61.20.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκηρύσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ, -ξω, προσκαλῶ διὰ τοῦ κήρυκος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 135· προσκαλῶ εἰς ἀγῶνα, Σοφ. Ἠλ. 690, πρβλ. Δίωνα Κ. 61. 20.

French (Bailly abrégé)

c. εἰσκηρύττω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω Ar.Ach.135; ἐσ- Sitz.Wien. 166(1).1911.20 (Trecén, heleníst.), D.C.61.20.1; dór. -καρ- Sitz.Wien.l.c.
anunciar mediante heraldo las pruebas en un certamen agon., S.El.690, a asistentes destacados (αὐτοὺς) εἰσκηρύσ[σει] ν δὲ καὶ ἐν τοῖς ἀγῶσιν εἰς [πρ] οεδρίαν IM 7b.11 (III a.C.), más frec. en v. pas. ἐς τοὺς ἀγῶνας ἐσκαρύσσεσθαι ἐς προεδρίαν αὐτὸν καὶ ἐκγόνους Sitz.Wien.l.c., cf. Milet 1(3).136.11 (IV a.C.), SEG 29.1149.8 (Teos III/II a.C.), εἰσκηρύσσεσθαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἀγῶσιν καθότι καὶ οἱ ἄλλοι εὐεργέται IM 92b.12 (II a.C.), cf. IPr.5.9 (IV a.C.), tb. en cont. no agon. ref. pers. anunciadas solemnemente ἕτερος ἀλαζὼν οὗτος εἰσκηρύττεται Ar.Ach.135, ὀνομαστί D.C.l.c.

Greek Monolingual

εἰσκηρύσσω (Α)
1. καλώ με κήρυκα
2. προσκαλώ σε αγώνα.

Greek Monotonic

εἰσκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, καλώ, συγκαλώ, προσκαλώ μέσω δημόσιου κήρυκα, σε Σοφ., Αριστοφ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to summon by public crier, Soph., Ar.