ἐπαρχικός: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπαρχικός:''' областной, провинциальный Plut.
|elrutext='''ἐπαρχικός:''' областной, провинциальный Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπαρχικός]], ή, όν<br />[[provincial]], Plut. [from [[ἔπαρχος]]
}}
}}

Revision as of 22:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχικός Medium diacritics: ἐπαρχικός Low diacritics: επαρχικός Capitals: ΕΠΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: eparchikós Transliteration B: eparchikos Transliteration C: eparchikos Beta Code: e)parxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for an ἔπαρχος, ἐ. ἐξουσία the office of praefectus urbi, D.C.75.14.    II ἐπαρχικοί, οἱ, provincials, Plu.Cic.36, IG22.1121.33 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 905] ή, όν, die Provinz betreffend, Plut. Cic. 36; ἐξουσία, die Macht des Präfekten, D. Cass. 75, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων εἰς ἔπαρχον, ὁ τοῦ ἐπάρχου, ἐπ. ἐξουσία, τὸ ἀξίωμα τοῦ Praefectus Urbis, Δίων Κάσ. 75. 14. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἐπαρχίαν, ἐπαρχιακός, Πλουτ. Κικ. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 356.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la province, provincial.
Étymologie: ἔπαρχος.

Greek Monolingual

ἐπαρχικός, -ή, -όν (Α) έπαρχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία»)
2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπαρχικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην επαρχία, επαρχιακός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρχικός: областной, провинциальный Plut.

Middle Liddell

ἐπαρχικός, ή, όν
provincial, Plut. [from ἔπαρχος