εὔζωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔζωρος:'''<br /><b class="num">1)</b> чистый, несмешанный ([[μέθυ]] Eur.; [[οἶνος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> наполненный чистым вином ([[κύλιξ]] Plut.).
|elrutext='''εὔζωρος:'''<br /><b class="num">1)</b> чистый, несмешанный ([[μέθυ]] Eur.; [[οἶνος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> наполненный чистым вином ([[κύλιξ]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ζωρος, ον<br />[[quite]] [[pure]], [[unmixed]], of [[wine]], Eur.; comp. -ότερος and -έστερος.
}}
}}

Revision as of 22:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔζωρος Medium diacritics: εὔζωρος Low diacritics: εύζωρος Capitals: ΕΥΖΩΡΟΣ
Transliteration A: eúzōros Transliteration B: euzōros Transliteration C: eyzoros Beta Code: eu)/zwros

English (LSJ)

ον,

   A quite pure, unmixed, of wine, Hp.Morb.3.14, E.Alc. 757, Ar.Ec.227: Comp. -ότερος, εὐζωρότερον... ὦ παῖ, δός Diph.58, cf. Cratin.412, Eup.382; also κέρασον εὐζωρέστερον Antiph.139; πίνειν . . κύλικας εὐζωρεστέρας Eub.150.8 ( = Ephipp.3.11), cf. Lyr.Adesp.p.681 Bgk.

German (Pape)

[Seite 1066] ganz rein, vom Wein, ungemischt, οἶνος, Ar. Eccl. 227; μέθυ, Eur. Alc. 760; κύλιξ, p. bei Plut. Thes. 22; compar. εὐζωρότερος, Hippocr.; Diphil. Ath. X, 423 c; Luc. Lex. 14; εὐζωρέστερος, Ephipp. bei Ath. II, 65 d; Antiphan. X, 423 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωρος: -ον, ἐντελῶς καθαρός, ἄμικτος, ἐπὶ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 757, Ἀριστ. Ἐκκλ. 227, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 423C. κἑξ. - Συγκρ. -ότερος καὶ -έστερος, εὐζωρότερον..., ὦ παῖ, δὸς Δίφιλος ἐν «Παιδερασταῖς» 1, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 136· κέρασον εὐζωρέστερον Ἀντιφάνης ἐν «Λάμπωνι» 3· πίνειν… κύλικας εὐζωρεστέρας Εὔβουλ. 15α, πρβλ. ᾆσμα ἐν Πλουτ. Θησ. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans mélange.
Étymologie: εὖ, ζωρός.

Greek Monolingual

εὔζωρος, -ον (Α)
(για οίνο) εντελώς καθαρός, άκρατος, άμικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωρός «άκρατος, δυνατός οίνος»].

Greek Monotonic

εὔζωρος: -ον, τελείως καθαρός, αμιγής, λέγεται για κρασί, σε Ευρ.· συγκρ. -ότερος και -έστερος.

Russian (Dvoretsky)

εὔζωρος:
1) чистый, несмешанный (μέθυ Eur.; οἶνος Arph.);
2) наполненный чистым вином (κύλιξ Plut.).

Middle Liddell

εὔ-ζωρος, ον
quite pure, unmixed, of wine, Eur.; comp. -ότερος and -έστερος.