εὔιππος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔιππος:''' славящийся или богатый конями (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; [[Κολωνός]] Soph.; σύμμαχοι Xen.; [[χώρα]] Plut.): εὔ. [[δῶρον]] подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph.
|elrutext='''εὔιππος:''' славящийся или богатый конями (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; [[Κολωνός]] Soph.; σύμμαχοι Xen.; [[χώρα]] Plut.): εὔ. [[δῶρον]] подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ιππος, ον<br /><b class="num">1.</b> of persons, well-[[horsed]], delighting in horses, Hhymn.: Sup., Xen.<br /><b class="num">2.</b> of places, famed for horses, Soph.
}}
}}

Revision as of 22:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔιππος Medium diacritics: εὔιππος Low diacritics: εύιππος Capitals: ΕΥΙΠΠΟΣ
Transliteration A: eúippos Transliteration B: euippos Transliteration C: eyippos Beta Code: eu)/ippos

English (LSJ)

Ep. ἐΰιππος, ον, of persons,

   A delighting in horses, h.Ap. 210, Hes.Cat.Oxy.1358.21, Pi.O.3.39: Sup., X.HG4.2.5, etc.    2 of places, famed for horses, Pl.P.4.2, S.OC668 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1073] mit guten Rossen, H. h. Apoll. 210; Τυνδαρίδαι, Ἀμαζόνες, wohlberitten, Pind. Ol. 3, 41. 8, 47 u. öfter; Κυράνα, gute Pferde habend, P. 4, 2; Tragg. öfter, δῶρον εὔιππον, Geschenk guter Pferde, Soph. O. C. 715; auch in Prosa, Xen. Cyr. 5, 5, 5, im superl.

Greek (Liddell-Scott)

εὔιππος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ἔχων καλοὺς ἵππους, ἡδόμενος ἐπὶ καλοῖς ἵπποις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 210, Πινδ. Ο. 3. 70· Ὑπερθ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, κτλ. 2) ἐπὶ τόπου, περίφημος διὰ τοὺς καλοὺς ἵππους αὐτοῦ, Πινδ. Π. 4. 2, Σοφ. Ο. Κ. 668· πρβλ. εὔπωλος.

English (Slater)

εὔιππος, -ον
   1 with splendid horses εὐίππων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ (P. 3.8) εὐίππου βασιλῆι Κυράνας (P. 4.2)

Greek Monolingual

εὔιππος, -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)
1. (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», Πίνδ.)
2. (για τόπο) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», Καλλ.).

Greek Monotonic

εὔιππος: -ον, λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει καλά άλογα, αυτός που ευχαριστιέται με τα καλά άλογα, σε Ομηρ. Ύμν.· υπερθ., σε Ξεν.
2. λέγεται για τόπους, γνωστός, περίφημος για τα άλογά του, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔιππος: славящийся или богатый конями (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; Κολωνός Soph.; σύμμαχοι Xen.; χώρα Plut.): εὔ. δῶρον подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph.

Middle Liddell

εὔ-ιππος, ον
1. of persons, well-horsed, delighting in horses, Hhymn.: Sup., Xen.
2. of places, famed for horses, Soph.