ἡμίδουλος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμίδουλος:''' ὁ полураб Eur.
|elrutext='''ἡμίδουλος:''' ὁ полураб Eur.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡμί-δουλος, ον<br />a [[half]]-[[slave]], Eur.
}}
}}

Revision as of 23:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίδουλος Medium diacritics: ἡμίδουλος Low diacritics: ημίδουλος Capitals: ΗΜΙΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: hēmídoulos Transliteration B: hēmidoulos Transliteration C: imidoulos Beta Code: h(mi/doulos

English (LSJ)

ον,

   A half-slave, E.Andr.942, Chrysipp.Stoic.2.284.

German (Pape)

[Seite 1167] ὁ, Halbsklave, Eur. Andr. 943.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίδουλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 942, Οἰνόμ. παρ᾿ Εὐσ. Π. Ε. 255Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié esclave.
Étymologie: ἡμι-, δοῦλος.

Greek Monolingual

ἡμίδουλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ δούλος, ο σχεδόν δούλος.

Greek Monotonic

ἡμίδουλος: -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίδουλος: ὁ полураб Eur.

Middle Liddell

ἡμί-δουλος, ον
a half-slave, Eur.