Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱκέτευμα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(2b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱκέτευμα:''' ατος τό просьба, мольба ([[μέγιστον]] Thuc., ἀπαραίτητον Plut.).
|elrutext='''ἱκέτευμα:''' ατος τό просьба, мольба ([[μέγιστον]] Thuc., ἀπαραίτητον Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱ˘κέτευμα, ατος, τό,<br />a [[mode]] of [[supplication]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκέτευμα Medium diacritics: ἱκέτευμα Low diacritics: ικέτευμα Capitals: ΙΚΕΤΕΥΜΑ
Transliteration A: hikéteuma Transliteration B: hiketeuma Transliteration C: iketevma Beta Code: i(ke/teuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mode of supplication, μέγιστον ἱ. Th.1.137, cf. D.C.68.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκέτευμα: ῐ, τό, τρόπος ἱκεσίας, δεήσεως, καὶ μέγιστον ἦν ἱκέτευμα τοῦτο Θουκ. 1. 137, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mode de supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.

Greek Monolingual

ἱκέτευμα, τὸ (Α) ικετεύω
τρόπος ικεσίας, δεήσεως.

Greek Monotonic

ἱκέτευμα: [ῐ], -ατος, τό, τρόπος ικεσίας, δέησης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱκέτευμα: ατος τό просьба, мольба (μέγιστον Thuc., ἀπαραίτητον Plut.).

Middle Liddell

ἱ˘κέτευμα, ατος, τό,
a mode of supplication, Thuc.