κατακεκράκτης: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(2b) |
(1ab) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατακεκράκτης:''' ου ὁ крикун, горлан (Arph. - v. l. καὶ [[κεκράκτης]]). | |elrutext='''κατακεκράκτης:''' ου ὁ крикун, горлан (Arph. - v. l. καὶ [[κεκράκτης]]). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κατακεκράκτης]], ου,<br />one who cries [[down]], a bawler, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1352] ὁ, der Andere niederschrei't, sie durch Schreien todt macht, Ar. Equ. 304, Conj. für καὶ κεκράκτης.
Greek (Liddell-Scott)
κατακεκράκτης: -ου, κλητ. κατακεκρᾶκτα, ὁ, ὁ κατακράζων, ὁ διὰ τῶν κραυγῶν του καταβάλλων ἢ ἐπιβάλλων σιγὴν εἰς τὸν ἄλλον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 303 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ καὶ κεκράκτα).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui abat ou dompte en poussant de grands cris.
Étymologie: κατά, κέκραγα de κράζω.
Greek Monolingual
κατακεκράκτης, ὁ (Α)
αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του σιγή σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεκράκτης «φωνακλάς» (< κέκραγα παρακμ. του κράζω)].
Greek Monotonic
κατακεκράκτης: -ου, κλητ. -κεκρᾱκτα, ὁ, αυτός που διαβάλλει, δυσφημιστής, φωνακλάς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατακεκράκτης: ου ὁ крикун, горлан (Arph. - v. l. καὶ κεκράκτης).
Middle Liddell
κατακεκράκτης, ου,
one who cries down, a bawler, Ar.