πυρίπνους: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(nl)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πυρίπνους -ουν, zonder contr. πυρίπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuur uitademend.
|elnltext=πυρίπνους -ουν, zonder contr. πυρίπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuur uitademend.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠρί-πνους, ουν, [[πνέω]]<br />[[fire]]-[[breathing]], [[fiery]], Anth.
}}
}}

Revision as of 00:50, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 qui souffle ou respire le feu;
2 enflammé, ardent.
Étymologie: πῦρ, πνέω.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. πυρίπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά, φλογοβόλος («πυρίπνοα τόξα» — τα τόξα του Έρωτα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίπνους -ουν, zonder contr. πυρίπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuur uitademend.

Middle Liddell

πῠρί-πνους, ουν, πνέω
fire-breathing, fiery, Anth.