σιδηροδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῐδηροδάκτῠλος:''' с железными пальцами, т. е. зубьями ([[κρεάγρα]] Anth.).
|elrutext='''σῐδηροδάκτῠλος:''' с железными пальцами, т. е. зубьями ([[κρεάγρα]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,<br />[[iron]]-fingered, Anth.
}}
}}

Revision as of 01:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροδάκτῠλος Medium diacritics: σιδηροδάκτυλος Low diacritics: σιδηροδάκτυλος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: sidērodáktylos Transliteration B: sidērodaktylos Transliteration C: sidirodaktylos Beta Code: sidhroda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A iron-fingered, κρεάγρη AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 879] eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων δακτύλους ἐκ σιδήρου, κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts de fer.
Étymologie: σίδηρος, δάκτυλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδο-δάκτυλος.

Greek Monotonic

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροδάκτῠλος: с железными пальцами, т. е. зубьями (κρεάγρα Anth.).

Middle Liddell

σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,
iron-fingered, Anth.