στρούθειον: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(38)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στρούθειος]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στρούθειος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρούθειον]] [[μῆλον]], ου, τό,<br />[[στρούθειον]] [[μῆλον]], ου, τό, a [[kind]] of quince, Anth.
}}
}}

Revision as of 01:15, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

στρούθειον: μῆλον, τό, εἶδος κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ μῆλον, Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· ὡσαύτως φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε στρουθίον ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
avec ou sans μῆλον;
, coing.
Étymologie: στρουθός II.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στρούθειος.

Middle Liddell

στρούθειον μῆλον, ου, τό,
στρούθειον μῆλον, ου, τό, a kind of quince, Anth.