σφίγκτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(4b) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σφίγκτωρ:''' ορος ὁ перевязь, повязка Anth. | |elrutext='''σφίγκτωρ:''' ορος ὁ перевязь, повязка Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σφίγκτωρ]], ορος, ὁ, [poetic for [[σφιγκτήρ]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ, poet. for
A σφιγκτήρ 1, ib.233 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
σφίγκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ σφιγκτήρ, γενύων σφίγκτορ’ ἐϋρραφέα Ἀνθ. Π. 6. 233.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].
Russian (Dvoretsky)
σφίγκτωρ: ορος ὁ перевязь, повязка Anth.