ταρφειός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(6)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταρφειός:''' -ά, -όν, βλ. [[ταρφύς]].
|lsmtext='''ταρφειός:''' -ά, -όν, βλ. [[ταρφύς]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ταρφειός]], ή, όν [v. [[ταρφύς]].]
}}
}}

Revision as of 01:50, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1072] = ταρφός, Hom. nur in der Il. u. nur im fem. plur., ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυθες, 12, 158. 19, 357. 359, was, mit leichter Aenderung ταρφεῖαι geschrieben, in Uebereinstimmung mit ταρφέες gebracht u. von ταρφύς abgeleitet werden könnte; vgl. θαμειός u. θαμέες.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(επικ. τ.) ταρφύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρφος.

Greek Monotonic

ταρφειός: -ά, -όν, βλ. ταρφύς.

Middle Liddell

ταρφειός, ή, όν [v. ταρφύς.]