τραπεζοποιία: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρᾰπεζοποιία:''' ἡ, η [[τέχνη]] της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ. | |lsmtext='''τρᾰπεζοποιία:''' ἡ, η [[τέχνη]] της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρᾰπεζο-ποιία, ἡ,<br />[[table]]-[[making]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A table-making, Str.4.6.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν, κατασκευάζειν τραπέζας, πολλὰ δὲ καὶ τῇ ποικιλίᾳ τῶν θυΐνων οὐκ ἔστι χείρω πρὸς τὰς τραπεζοποιΐας Στράβ. 202.
Greek Monotonic
τρᾰπεζοποιία: ἡ, η τέχνη της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ.