τημόσδε: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τημόσδε:''' дор. Theocr. [[ταμόσδε|τᾱμόσδε]] = [[τῆμος]]. | |elrutext='''τημόσδε:''' дор. Theocr. [[ταμόσδε|τᾱμόσδε]] = [[τῆμος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[τῆμος]], Theocr.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
Dor. τᾱμόσδε, Adv.
A = τῆμος, Theoc.10.49, Call.Jov.21, cj. in A.R.2.957:—also τημοῦτος, Hes.Op.576, Call.Dian.175, Aet. 3.1.44, Nic.Th.926.
German (Pape)
[Seite 1108] adv., = τῆμος; Od. 7, 318, zw., u. richtiger τῆμος δέ geschr.; Theocr. 10, 49 u. a. sp. D., wie Ap. Rh.
Greek (Liddell-Scott)
τημόσδε: Δωρικ. ταμόσδε, Ἐπίρρ. = τῆμος, Θεόκρ. 10. 49, Καλλ. εἰς Δία 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 957· - οὕτω καὶ τημοῦτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 574, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 175.
Greek Monolingual
και ταμόσδε Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος / τᾶμος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε ].
Greek Monotonic
τημόσδε: Δωρ. ταμόσδε, επίρρ. τῆμος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
τημόσδε: дор. Theocr. τᾱμόσδε = τῆμος.
Middle Liddell
= τῆμος, Theocr.]