ὑψίγυιος: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑψίγυιος:''' высокоствольный ([[ἄλσος]] Pind.). | |elrutext='''ὑψίγυιος:''' высокоствольный ([[ἄλσος]] Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑψί-γυιος, ον,<br />with [[high]] limbs, [[high]]-stemmed, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les membres se dressent, aux membres élevés (ép. d’une forêt).
Étymologie: ὕψι, γυῖον.
English (Slater)
ὑψῐγυιος
1 high timbered κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ-γυιος].
Greek Monotonic
ὑψίγυιος: -ον, αυτός που έχει υψηλά χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίγυιος: высокоствольный (ἄλσος Pind.).